- ὑποταραχθέντος
- ὑποταράσσωstir upaor part pass masc/neut gen sgὑποταράσσωstir upaor part pass masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποταράσσω — ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. ὑποθράττω Α [ταράσσω / ταράττω] ταράζω, ενοχλώ (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ. β. «ἡνίκα Κλέων μ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek